κλω

κλω
κλῶ, -άω (Α)
1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.)
2. κλαδεύω αμπέλι
3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ)
4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή» Αριστοτ.
β. «τά κλώμενα τῶν ρευμάτων» Πλούτ.)
5. εξασθενίζω ή αποδυναμώνω κάτι («φωνή κεκλασμένη, σαφὴς δέ», Ιπποκρ.)
6. (το παθ.) κλώμαι
συγκινούμαι
7. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κεκλασμένος, -η, -ον
μουσ. α) υπερβολικά φορτωμένος με τσακίσματα και στολίδια
β) επιτηδευμένος
γ) φρ. «κεκλασμένον μέλος» — μελωδία που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές μετατροπίες και στολίδια και για την οποία οι αρχαίοι πίστευαν ότι αποχαυνώνει και εκθηλύνει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα klă- τής ΙΕ ρίζας *kel(ә)- «σπάζω, χτυπώ». Συνδέεται με το λιθουαν. kalu, kalti «σφυρηλατώ», το λατ. per-cello «κτυπώ, θρυμματίζω», το αρχ. σλαβ. koljo «χωρίζω» κ.ά. Το θ. κλασ- που εμφανίζεται στα παρ. κλάσις, κλάσμα, κλασμός, κλάστης, κλαστός κ.λπ. μπορεί να προέρχεται από τον ένσιγμο αόρ. -κλα-σ-α, δεν αποκλείεται όμως να αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή τής ρίζας, που δεν εμφανίζεται σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ένδειξη για παρεκτεταμένη μορφή κλαδ- (πρβλ. κλάδος) αποτελεί ο μεμονωμένος αθέματος μετοχικός τ. απο-κλάς, αν δεν αποτελεί προϊόν αναλογίας κατά το σχήμα φθάσαι: φθας. Χωρίς -σ-, το παρ. κλων (< *κλαών), ενώ μακρό -α- εμφανίζει το κλήμα.
ΠΑΡ. κλάσις, κλάσμα, κλάστης, κλαστός, κλήμα
αρχ.
κλασμός, κλαστήριον, κλών νεοελλ. κλαστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κλασαυχενεύομαι, κλασαυχενίζομαι, κλασαυχενισμός, κλασιβώλαξ. (Β' συνθετικό) ανακλώ, αντανακλώ
αρχ.
αμφικλώ, αντικλώ, αποκλώ, διακλώ, εγκλώ, εισκλώ, εκκλώ, εναποκλώ, επεγκλώ, επικατακλώ, επικλώ, κατακλώ, μετακλώ, ομοκλώ, περικατακλώ, περικλώ, προκατακλώ, περικλώ, προκατακλώ, προκλώ, προσανακλώ, συγκλώ, συνεπικλώ, υπανακλώ, υποκατακλώ, υποκλώ, υποπερικλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κλῶ — Κλο̄ς masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῶ — κλάω cry pres imperat mp 2nd sg κλάω cry pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κλάω cry pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κλάω cry imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκλασμένος — κεκλασμένος, η, ον (Α) βλ. κλω. επίρρ... κεκλασμένως (Α) εκτεθηλυμμένα, θηλυπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκλασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κλῶ «σπάω, εξασθενώ»] …   Dictionary of Greek

  • κλάννω — και κλάνω (Α) κλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μτγν. τ. τού κλώ. Βλ. και κλάνω (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… …   Dictionary of Greek

  • φλαδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. φλα με οδοντική παρέκταση σ (πρβλ. κλά δ ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα δ ιῶ: θλῶ (για τη… …   Dictionary of Greek

  • άκλαστος — (I) η, ο [κλάνω] 1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει 2. αυτός που δεν τόν φτάνει η κακοσμία τής πορδής. (II) η, ο (Α ἄκλαστος, ον) [κλῶ( άω)] αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί …   Dictionary of Greek

  • αιμοκλασία — η Ιατρ. κολλοειδοχημική διαταραχή τού αίματος, υπό μορφή κρίσεως, σε αλλεργικές καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + κλῶ ( άω) «σπάζω» απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hemoclastic crisis] …   Dictionary of Greek

  • ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… …   Dictionary of Greek

  • αποδιακλασμός — ἀποδιακλασμός, ο (Α) η διανοητική ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δια + κλασμός < κλω (κλάω) «σπάζω, αποκόβω, εξασθενώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”